στερεωτής

στερεωτής
στερε-ωτής, οῦ, ,
A one who strengthens, Sch. Opp.H.4.421.
2 title of a grade in the mysteries of Mithras, Röm.Mitt.49.206 ([place name] Dura).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στερεωτής — ο, ΝΑ [στερεῶ, ώνω] αυτός που στερεώνει κάτι νεοελλ. 1. (μικρβλ.) η ευαισθητοποιός ουσία 2. (φωτογρ.) χημική ουσία που χρησιμοποιείται για την στερέωση τών φωτογραφιών …   Dictionary of Greek

  • στερεωτής — ο 1.αυτός που στερεώνει κάτι. 2. χημική ουσία με την οποία γίνεται η στερέωση φωτογραφιών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στερεωτήν — στερεωτής one who strengthens masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”